- καυχησιολογία
- ηκαύχηση, τα λόγια με τα οποία κανείς καυχιέται: Αυτό αποτελεί σκέτη καυχησιολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καυχησιολογία — η το να καυχησιολογεί κάποιος, οι κομπαστικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αντιμεγαλοφρονώ — ἀντιμεγαλοφρονῶ ( έω) (Μ) συναγωνίζομαι κάποιον στην καυχησιολογία … Dictionary of Greek
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καυχησιά — και καυχησά και καυκησ(ι)ά, η (Μ καυχησιά και καυχησά και καυκησ[ι]ά) [καυχιέμαι] καύχηση, καυχησιολογία, κομπασμός, αλαζονεία … Dictionary of Greek
καύχημα — και καύκημα, το (ΑΜ καύχημα, Α δωρ. τ. καύχαμα) [καυχώμαι] 1. το αντικείμενο τής καύχησης, αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, καμάρι (α. «ώ γνήσια τής Ελλάδος τέκνα... καύχημα νέον», Κάλβ. β. «καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῑς ἡμῶν», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
καύχηση — η (Α καύχησις) [καυχώμαι] 1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία 2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα … Dictionary of Greek
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κομπασμός — ο (Α κομπασμός) [κομπάζω] κόμπασμα, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
κόμπασμα — το (Α κόμπασμα) κομπασμός, καύχηση, καυχησιολογία, κομπαστικά λόγια («ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω η λ. στην αρχ. ελλ. απαντά κανονικώς σε πληθ. αριθμό] … Dictionary of Greek